κραναά

κραναά
κραναός
rocky
neut nom/voc/acc pl
κραναά̱ , κραναός
rocky
fem nom/voc/acc dual
κραναά̱ , κραναός
rocky
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κραναά — Κραναά̱ , Κραναή fem nom/voc/acc dual Κραναά̱ , Κραναή fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κραναάν — Κραναά̱ν , Κραναή fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραναάν — κραναά̱ν , κραναός rocky fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κραναάς — Κραναά̱ς , Κραναή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραναάς — κραναά̱ς , κραναός rocky fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”